Το 65,8% των ατόμων ηλικίας 50-74 ετών δεν λαμβάνει καμία σύνταξη, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της έκθεσης της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η οποία εξετάζει λεπτομερώς τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας και τις συνταξιοδοτικές παροχές αυτής της ηλικιακής ομάδας. Σημαντικό ποσοστό, της τάξης του 31,2%, λαμβάνει σύνταξη γήρατος, ενώ μόλις το 0,4% λαμβάνει επαγγελματική ή ιδιωτική σύνταξη, αναδεικνύοντας τη σχετική σπανιότητα αυτών των μορφών σύνταξης στην Ελλάδα. Οι αναπηρικές συντάξεις αντιστοιχούν στο 2,5%, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως το 1,8% των συνταξιούχων εξακολουθεί να εργάζεται, παρά τη λήψη σύνταξης, κάτι που δείχνει την ανάγκη πολλών να παραμείνουν οικονομικά ενεργοί.
Οι διαφορές στη λήψη σύνταξης γήρατος είναι εμφανείς όταν εξετάζονται τα δεδομένα ανά φύλο και ηλικία. Στην ηλικία των 74 ετών, το 90,1% των ανδρών λαμβάνει σύνταξη, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες ανέρχεται στο 63,7%. Αντίθετα, για άτομα ηλικίας κάτω των 54 ετών, τα ποσοστά λήψης σύνταξης είναι εξαιρετικά χαμηλά και για τα δύο φύλα, κάτω από το 5%. Αυτή η τάση δείχνει ότι η συνταξιοδότηση για τη μεγάλη πλειονότητα αρχίζει σταδιακά να λαμβάνει χώρα κυρίως μετά τα 55 έτη.
Η μέση ηλικία έναρξης της σύνταξης γήρατος διαμορφώνεται στα 58,6 έτη, με τους άνδρες να ξεκινούν κατά μέσο όρο στα 58,9 έτη και τις γυναίκες λίγο νωρίτερα, στα 58,2 έτη. Ωστόσο, διαπιστώνονται διαφοροποιήσεις ανά εκπαιδευτικό επίπεδο. Τα άτομα με κατώτερη εκπαίδευση συνταξιοδοτούνται κατά μέσο όρο σε μεγαλύτερη ηλικία, στα 60,7 έτη, ενώ εκείνοι με μέση και ανώτερη εκπαίδευση συνταξιοδοτούνται νωρίτερα, στα 57,1 και 57,3 έτη αντίστοιχα. Αυτές οι διαφορές ενδέχεται να αντανακλούν τη φύση των επαγγελμάτων που ασκούν τα άτομα με διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης και τις συνθήκες εργασίας τους.
Η μέση ηλικία συνταξιοδότησης διαφοροποιείται επίσης και ανά επαγγελματική κατηγορία. Για παράδειγμα, οι τεχνικοί συνταξιοδοτούνται κατά μέσο όρο στα 59 έτη, ενώ οι ειδικευμένοι γεωργοί και αλιείς συνταξιοδοτούνται σημαντικά αργότερα, στα 65,6 έτη. Παράλληλα, γεωγραφικές διαφοροποιήσεις παρατηρούνται επίσης, με την Περιφέρεια Αττικής να παρουσιάζει τη μικρότερη μέση ηλικία συνταξιοδότησης, ενώ οι μεγαλύτερες ηλικίες καταγράφονται στην Κρήτη, τη Δυτική Ελλάδα και τα Ιόνια Νησιά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το 11,6% των ατόμων ηλικίας 50-74 ετών δηλώνει πως έλαβε μειωμένη σύνταξη γήρατος, με σημαντικές διαφορές να παρατηρούνται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το 5,6% των ανδρών με κατώτερη εκπαίδευση έλαβε μειωμένη σύνταξη, σε αντίθεση με το 22,8% των γυναικών με μέση εκπαίδευση, γεγονός που υποδεικνύει τις διαφορές που υπάρχουν στις συνταξιοδοτικές επιλογές και τις δυνατότητες των δύο φύλων.
Όσον αφορά την κατάσταση απασχόλησης κατά τη λήψη σύνταξης, το 71,9% των συνταξιούχων σταμάτησε να εργάζεται όταν άρχισε να λαμβάνει σύνταξη, ενώ το 23,9% δεν εργαζόταν ήδη πριν ξεκινήσει να λαμβάνει τη σύνταξή του. Μόλις το 1,7% συνέχισε να εργάζεται χωρίς καμία αλλαγή, ενώ το 2,6% συνέχισε με κάποιες αλλαγές στην εργασία του. Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους οι συνταξιούχοι σταματούν να εργάζονται είναι η προτίμηση να αποσυρθούν αμέσως μόλις κατοχυρωθεί το δικαίωμα σύνταξης (77,3%), ενώ το 15% αναφέρει ότι η συνταξιοδότηση ήταν υποχρεωτική λόγω ηλικίας.
Αξιοσημείωτοι είναι και οι λόγοι που οδηγούν κάποια άτομα να παραμείνουν ή να επιστρέψουν στην εργασία. Για το 32,9% των ατόμων αυτών, η επιστροφή ή παραμονή στην αγορά εργασίας οφείλεται σε οικονομικούς λόγους, ενώ το 14% ανέφερε ότι η παραμονή ήταν οικονομικά συμφέρουσα. Επιπλέον, το 25,8% δήλωσε ότι παραμένει στην εργασία λόγω αγάπης για το επάγγελμα, ενώ το 5,6% ανέφερε την ανάγκη να παραμείνει κοινωνικά ενεργός. Άλλοι λόγοι περιλαμβάνουν το γεγονός ότι ο/η σύζυγος είναι ακόμα εργαζόμενος/η, κάτι που επηρεάζει το 13,3% των εργαζόμενων συνταξιούχων.
Η έκθεση καταλήγει με ενδιαφέροντα συμπεράσματα όσον αφορά τα άτομα που δεν λαμβάνουν σύνταξη. Η πλειονότητα των ανδρών (91%) προσπαθεί να κατοχυρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέσω ασφάλισης σε δημόσιο φορέα, ενώ το 43% των γυναικών δεν κάνει καμία προσπάθεια. Συνολικά, το 42,4% των ατόμων ηλικίας 50-74 ετών εργάζεται και προσπαθεί να κατοχυρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ενώ το 17,6% δεν εργάζεται, δεν λαμβάνει σύνταξη και δεν επιδιώκει να κατοχυρώσει κάποιο δικαίωμα.