Την Παρασκευή το μεσημέρι σε συζήτηση για το πώς θα διαμορφωθεί ο συσχετισμός μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και κασσελίστας, ένας καταξιωμένος πολιτικός επιστήμονας έλεγε ότι πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί με τις όποιες εκτιμήσεις μας γιατί το πολιτικό σύστημα διανύει περίοδο πολύ αυξημένης αστάθειας.
«Ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει το οτιδήποτε», προσέθεσε, σύμφωνα με το Dnews. Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, η διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη έβαλε φωτιά στο πολιτικό σκηνικό, επιβεβαιώνοντας τον απρόβλεπτο χαρακτήρα των πολιτικών εξελίξεων. Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει ότι εκεί που είχαμε επικεντρωθεί στη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, θα ξέσπαγε μια μείζων κρίση στη ΝΔ;
Η αστάθεια
Πρέπει να σταθούμε στην αστάθεια του πολιτικού συστήματος γιατί αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς ερμηνευτικούς παράγοντες των εξελίξεων σε όλα τα πεδία. Ακούμε συχνά τους δημοσκόπους να λένε ότι ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων μπορεί να μετακινηθεί από οποιοδήποτε κόμμα σε οποιοδήποτε άλλο. Οι συνδέσεις των πολιτών με τα κόμματα έχουν χαλαρώσει και σε πολλές περιπτώσεις έχουν αρθεί. Μετά από μια περίοδο υποχώρησης του βιοτικού επιπέδου και διαψεύσεων των προσδοκιών της κοινωνίας από τις κυβερνήσεις, γενικεύεται η πεποίθηση ότι η πολιτική (ανεξαρτήτως ιδεολογικού πρόσημου) δεν μπορεί να βελτιώσει τη ζωή των ανθρώπων. Η δυσαρέσκεια της κοινωνίας υποσκάπτει την ισχύ των κομμάτων και τη συνολική σταθερότητα του πολιτικού συστήματος.
Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι μέσα σε λιγότερο από ενάμισι χρόνο η Νέα Δημοκρατία πέρασε από το 40,79% σε ποσοστά της τάξης του 28%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε.
Η αδυναμία της κυβέρνησης
Αν η αστάθεια του πολιτικού συστήματος αποτελεί το γενικό ερμηνευτικό πλαίσιο των εξελίξεων, η αδυναμία της κυβέρνησης συνιστά τη συγκεκριμένη βασική αιτία της κρίσης που ξέσπασε στη Νέα Δημοκρατία. Η κυβέρνηση περνάει την πιο δύσκολη φάση της, αφού οι όλες οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι το 28,31% των ευρωεκλογών δεν υπήρξε το αποτέλεσμα μιας παροδικής έκφρασης διαμαρτυρίας, αλλά αποτυπώνει την πραγματική εμβέλεια του κυβερνώντος κόμματος. Η πτώση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων σε μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με τη διάψευση ότι της υπόσχεσης Μητσοτάκη για αποτελεσματική διοίκηση, προκαλούν μια δυσαρέσκεια η οποία βαθαίνει όσο περνάει ο χρόνος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έρευνα του ΟΟΣΑ που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, μεταξύ των 35 χωρών του οργανισμού η Ελλάδα είναι 4η από το τέλος στον δείκτη ικανοποίησης από τη ζωή.
Αν η κυβέρνηση ήταν ακόμα πανίσχυρη, το power game Μητσοτάκη-Σαμαρά δεν θα είχε εκδηλωθεί -όπως άλλωστε δεν είχε εκδηλωθεί το προηγούμενο διάστημα.
Από όσα λέει και πράττει η κυβέρνηση δεν προκύπτει ότι θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την ακρίβεια ή να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των πολιτών στο πεδίο της διοίκησης.
Αντιθέτως, η πρόσδεση της στα μεγάλα συμφέροντα της κερδοσκοπίας και ο ενισχυόμενος καθεστωτισμός της καθιστούν πιο πιθανό να χειροτερέψουν τα πράγματα από το να βελτιωθούν.
Ο Τραμπ και η Ακροδεξιά
Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη η θριαμβευτική εκλογή Τραμπ και η παγκόσμια άνοδος της Δεξιάς. Η τάση της εποχής δεν είναι προς το (ακραίο) Κέντρο, του οποίου κατεξοχήν εκπρόσωπος είναι ο Μακρόν και με το οποίο φλέρταρε μέχρι τώρα ο Μητσοτάκης. Οι ψηφοφόροι δεν επιβραβεύουν την «πολυσυλλεκτική» πολιτική που (υποτίθεται) ότι αντλεί κατά το δοκούν στοιχεία από τον Κεντροδεξιά, την Ακροδεξιά και την Κεντροαριστερά -επί της ουσία πρόκειται βέβαια για μια συντηρητική πολιτική με φιλελεύθερες πινελιές. Η τάση της εποχής είναι προς την πολύ σκληρή και ακραία Δεξιά, η οποία ευνοεί την εθνική αναδίπλωση, προωθεί μέτρα υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και στοχοποιεί κοινωνικές ομάδας όπως οι μετανάστες και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα.
Με δυο λόγια, η διεθνής «τάση Τραμπ» υπονομεύει το πολιτικό αφήγημα στο οποίο σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκε η ηγεμονία Μητσοτάκη -γι’ αυτό άλλωστε ο πρωθυπουργός έκανε την κωλοτούμπα και άρχισε να καταφέρεται εναντίον της λεγόμενης «woke ατζέντας». Αντιθέτως, όσα λέει ο Σαμαράς είναι πιο κοντά στην ατμόσφαιρα της εποχής.
Η στάση του Σαμαρά
Δεν είναι ξεκάθαρο πώς θα προχωρήσει ο Σαμαράς μετά τη διαγραφή του. Θα παραμείνει εντός, εκτός και επί τα αυτά της ΝΔ; Θα στηρίξει ανοιχτά τη Λατινοπούλου; Θα δημιουργήσει ένα νέο πολιτικό σχηματισμό; Ό,τι και αν εντέλει επιλέξει, είναι βέβαιο ότι δεν θα μείνει σιωπηλός και θα συνεχίσει να ασκεί δριμεία κριτική στην κυβέρνηση. Είναι ενδεικτικός ο επίλογος στη δήλωση με την οποία απάντησε στη διαγραφή του: «Για την πατρίδα θυσίασα τα πάντα, μέχρι και την υγεία μου. Κανείς όμως δεν μπορεί να μου επιβάλλει να θυσιάσω και τη συνείδησή μου. Κριτής όλων μας θα είναι ο λαός και η ιστορία».
Η «αντιπολίτευση Σαμαρά» θα λειτουργήσει επιζήμια για την κυβέρνηση σε τρία επίπεδα:
1. Θα δημιουργήσει νέες ρωγμές στη Νέα Δημοκρατία. Ο Σαμαράς έχει οπαδούς μέσα στη ΝΔ και σε κάθε περίπτωση έχει άλλη αξιοπιστία η κριτική ενός ιστορικού ηγέτη του κόμματος από εκείνη των άλλων πολιτικών χώρων.
2. Ο Σαμαράς θα δώσει πιο ισχυρή νομιμοποίηση στην κριτική των ακροδεξιών κομμάτων προς την κυβέρνηση, αφού κι ίδιος υπηρετεί τη γραμμή της σκληρής Δεξιάς.
3. Η κυβέρνηση θα είναι αναγκασμένη να δίνει διαπιστευτήρια συντηρητισμού και εθνικοφροσύνης, προκειμένου να απαντάει στην κριτική του Σαμαρά και των ακροδεξιών κομμάτων -είναι χαρακτηριστικά όσα είπε σήμερα ο Παύλος Μαρινάκης στο τελευταίο μπρίφινγκ. Τα δεξιά διαπιστευτήρια περιορίζουν τη δυνατότητα των κυβερνητικών ελιγμών και ενδέχεται να δώσουν χώρο στο Κέντρο τον οποίο θα μπορούσε να καλύψει το ΠΑΣΟΚ.
Πού οδηγούν τα δεδομένα
Ας συνοψίσουμε τα δεδομένα:
1. Το πολιτικό σύστημα είναι ασταθές.
2. Η κοινωνική δυσαρέσκεια βαθαίνει.
3. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν να παγιώνεται η μεγάλη πτώση που σημείωσε η ΝΔ στις ευρωεκλογές.
4. Η κυβέρνηση δεν δείχνει ικανή να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκαλούν τη δυσαρέσκεια των πολιτών.
5. Η διεθνής τάση υπονομεύει το πολιτικό αφήγημα που είχε η κυβέρνηση μέχρι τώρα.
6. Η ρήξη με τον Σαμαρά αντικειμενικά αποδυναμώνει το κυβερνητικό στρατόπεδο, ακόμα και αν θεωρηθεί ορθή ως πολιτική κίνηση.
7. Ο Σαμαράς θα βάλλει κατά βούληση εναντίον της κυβέρνησης, διαθέτοντας ακροατήριο στο εσωτερικό της ΝΔ.
Αυτά τα εφτά δεδομένα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι πια πιθανή η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες είτε γιατί θα έχουμε νέες αποχωρήσεις βουλευτών της ΝΔ είτε γιατί ο πρωθυπουργός θα κρίνει ότι δεν είναι πολιτικά βιώσιμη η ολοκλήρωση της θητείας του -σενάριο που μοιάζει πιο λογικό. Στο μπρίφινγκ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι υπάρχει ενδεχόμενο μη ολοκλήρωσης της θητείας της κυβέρνησης. Αλλά λέγοντας ότι «στη ΝΔ δεν υπάρχουν ‘Συμπιλίδηδες’» και επικαλούμενος ξανά και ξανά τη «σταθερότητα», παρουσίασε εμμέσως τη δικαιολογητική βάση των ενδεχόμενων πρόωρων εκλογών: Η κυβέρνηση πάει σε εκλογές γιατί υπονομεύεται εκ των έσω και πρέπει να περιφρουρήσει τη σταθερότητα με ανανεωμένη ισχυρή εντολή από το λαό.
Προφανώς, δεν πρόκειται να δούμε την κυβέρνηση να πέφτει το αμέσως επόμενο διάστημα. Αλλά το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών έχει ανοίξει κανονικά πλέον, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει εισέλθει σε οιονεί προεκλογική περίοδο.